κατιόντος

κατιόντος
κάτειμι
ibo
pres part act masc/neut gen sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • αποκλήρωση — Σύμφωνα με το Κληρονομικό Δίκαιο, ο κληρονομούμενος μπορεί με διαθήκη του να αποκληρώσει συγγενείς του ή τον/τη σύζυγό του από την κληρονομιά του. Προκειμένου όμως για τη νόμιμη μοίρα, το ποσοστό δηλαδή της κληρονομιάς που παίρνουν υποχρεωτικά… …   Dictionary of Greek

  • ενυδάτωση — Χημική αντίδραση. Χαρακτηρίζεται από την προσθήκη ύδατος σε μια οργανική η ανόργανη ένωση. Παραδείγματα ε. στην οργανική χημεία αποτελούν όλες οι προσθήκες ύδατος (με τη μορφή ιόντων υδρογόνου και υδροξυλίου ξεχωριστά) στους διπλούς και τριπλούς… …   Dictionary of Greek

  • κάτειμι — (AM) έλκω την καταγωγή, κατάγομαι αρχ. 1. πορεύομαι προς τα κάτω, κατέρχομαι, κατεβαίνω (α. «ὁ μὲν ποταμόνδε κατήϊεν», Ομ. Οδ. β. «ἡ δ οὖν γυνὴ κάτεισιν εἰς Ἅιδου δόμους», Ευρ.) 2. καταπλέω τον Νείλο, ταξιδεύω («κατιέναι εἰς Ἀλεξάνδρειαν») 3.… …   Dictionary of Greek

  • νιτρόνιο — το χημ. ονομασία κατιόντος το οποίο απαντά στα πυκνά διαλύματα τού νιτρικού οξέος και στο οποίο οφείλονται οι αντιδράσεις νίτρωσης …   Dictionary of Greek

  • ξανθύλιο — το χημ. κοινή ονομασία τού οργανικού κατιόντος διβενζο γ πυρυλίου …   Dictionary of Greek

  • σιγμοειδής — ές, ΝΑ αυτός που έχει το σχήμα τού αρχαίου ελληνικού σίγμα , ημικυκλικός νεοελλ. 1. αυτός που έχει το σχήμα τού λατινικού σίγμα [S], δηλαδή αυτός που είναι καμπύλος και στα δύο του άκρα, αλλά προς αντίθετες διευθύνσεις 2. φρ. α) «σιγμοειδείς… …   Dictionary of Greek

  • σουλφινύλιο — το, Ν χημ. ονομασία μονοσθενούς ρίζας ή κατιόντος με χημικό τύπο OS=. [ΕΤΥΜΟΛ. < αγγλ. sulfinyl < sulfin (< sulfinic, βλ. λ. σουλφινικός) + κατάλ. yl τής χημ. ορολογίας] …   Dictionary of Greek

  • υδροξυλαμμώνιο — το, Ν χημ. ονομασία κατιόντος που εμφανίζεται στον χημικό τύπο τών αλάτων που παρέχει η υδροξυλαμίνη. [ΕΤΥΜΟΛ. Νόθο αντιδάνειο σύνθ., πρβλ. αγγλ. hydroxylammonium] …   Dictionary of Greek

  • υπερχλωρύλιο — το, Ν χημ. ονομασία τής χημικής ρίζας ή τού κατιόντος που προκύπτει από την απομάκρυνση μιας ρίζας υδροξυλίου από ένα μόριο υπερχλωρικού οξέος. [ΕΤΥΜΟΛ. Νόθο αντιδάνειο σύνθ., πρβλ. αγγλ. perchloryl < per (πρβλ. υπερ ) + chlor (< χλώριο) +… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”